μπλέκω

μπλέκω
1. περιπλέκω, ανακατώνω, μπερδεύω κάτι («πάλι έμπλεξα τις κλωστές»)
2. μτφ. παρασύρω κάποιον σε επιζήμια ή κακή υπόθεση («τόν έμπλεξαν στα ναρκωτικά»)
3. κάνω κάποιον να συνάψει ερωτικές σχέσεις μαζί μου («τόν έμπλεξε μια ζωντοχήρα»)
4. (αμτβ.) α) περιπλέκομαι, μπερδεύομαι («έμπλεξε το καλώδιο»)
β) αγκιστρώνομαι, πιάνομαι κάπου («έμπλεξα στο συρματόπλεγμα και σχίστηκα»)
γ) παρασύρομαι σε επιζήμια ή κακή υπόθεση (α. «έμπλεξα πάλι με την παλιοπαρέα και ξενύχτησα» β. «έμπλεξε στον φόνο και δεν τό κατάλαβε»)
δ) καταπιάνομαι
ε) συνάπτω ερωτική σχέση, δεσμεύομαι ερωτικά («έχει μπλέξει με μια παντρεμένη»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. πλέκω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μπλέκω — μπλέκω, έμπλεξα βλ. πίν. 25 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπλέκω — έμπλεξα, μπλέχτηκα, μπλεγμένος 1. μτβ., μπερδεύω κάτι: Έμπλεξα τα έγγραφα. 2. μτφ., παρασέρνω κάποιον σε επιζήμια κατάσταση: Οι παρέες του τον έμπλεξαν στα ναρκωτικά. 3. αμτβ., περιπλέκομαι, μπερδεύομαι, αναμειγνύομαι: Έμπλεξε με λωποδύτες. 4. φρ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μπλάζω — μπλέκω, εμπλέκω, μπερδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εμ πλάζω] …   Dictionary of Greek

  • άμπλεχτος — η, ο [μπλέκω] αυτός πού δεν μπλέχτηκε, ο αμπέρδευτος …   Dictionary of Greek

  • αναμειγνύω — και ἀναμιγνύω [Α ἀναμειγνύω και ἀναμείγνυμι και ποιητ. ἀμμείγνυμι, μτγν. ἀναμίγνυμι και ἀναμιγνύω] κάνω ανάμιξη, ανακατεύω, ανακατώνω, συγχωνεύω νεοελλ. 1. μπλέκω κάποιον σε κάποια υπόθεση, τόν μπερδεύω 2. α) μέσ. υπεισέρχομαι σε κάποια υπόθεση,… …   Dictionary of Greek

  • ανταρεύω — [αντάρα] 1. προκαλώ σύγχυση, ταραχή, ανησυχία, αναστάτωση 2. εμπλέκω σε κάτι, μπλέκω, μπερδεύω 3. βρίσκομαι σε ταραχή, σε σύγχυση 4. σκοτεινιάζω, συννεφιάζω …   Dictionary of Greek

  • εμφύρω — (AM ἐμφύρω Α και ἐμφυρῶ, άω) 1. ανακατεύω, αναμιγνύω κάτι με άλλο 2. μπερδεύω, μπλέκω, ανακατώνω …   Dictionary of Greek

  • ερωτοπλανώ — [ερωτοπλάνος] παρασύρω στον έρωτα, μπλέκω κάποιον στα δίχτια τής αγάπης …   Dictionary of Greek

  • καταμπλέκω — 1. μπερδεύω κάτι τελείως 2. κάνω κάτι πολύ περίπλοκο («κατάμπεξες τήν υπόθεση») 3. μπλέκω κάποιον ή κάτι σε μια δυσάρεστη και επιζήμια ύπόθεση …   Dictionary of Greek

  • καταπιάνω — (Μ καταπιάνω) νεοελλ. ράβω κάτι πρόχειρα, τρυπώνω νεοελλ. μσν. 1. αρχίζω να κάνω κάτι 2. μέσ. καταπιάνομαι α) επιχειρώ να κάνω κάτι, επιλαμβάνομαι, ασχολούμαι με κάτι β) συνδέομαι φιλικά ή ερωτικά με κάποιον ή κάποιαν, μπλέκω, είμαι μπλεγμένος γ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”